- φυκώδης
- φῡκώδης, ες,A full of seaweed,
τόποι Arist.HA602a19
.II of seaweed,ἀποφορά Dsc.5.118
.III like seaweed, Thphr.HP4.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόποι Arist.HA602a19
.ἀποφορά Dsc.5.118
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκώδης — ες / φυκώδης, ῶδες, ΝΑ (για θαλάσσιο βυθό ή ακτή) 1. γεμάτος φύκη («φυκώδεις τόποι», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τα φύκη («φυκώδης ἀποφορά», Διοσκ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυκώδη βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης φαιοφυκών… … Dictionary of Greek
φυκώδη — φυκώδης full of seaweed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φυκώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φυκώδης full of seaweed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκώδεις — φυκώδης full of seaweed masc/fem acc pl φυκώδης full of seaweed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)